- μελοποιητης
- μελοποιητής-οῦ ὅ Anth. = μελοποιός См. μελοποιος II
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μελοποιητής — μελοποιητής, ὁ (Α) [μελοποιώ] μελοποιός … Dictionary of Greek
μελοποιητῇ — μελοποιητής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)